- αυγινός
- -ή, -ό [αυγή]1. πρωινός, ορθινός2. το θηλ. ως ουσ. η αυγινήη αυγή, το πρωί3. το ουδ. ως ουσ. το αυγινόη αυγή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αυγινός — ή, ό πολύ πρωινός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυγή — Το χρονικό διάστημα που προηγείται της ανατολής του Ήλιου. Κατά το διάστημα της α. πραγματοποιείται το φαινόμενο του λυκαυγούς. Ο ουρανός φωτίζεται στην ανατολή και το φως διαχέεται αργά. Ο Ήλιος, όταν βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα, φωτίζει τα… … Dictionary of Greek
ηέριος — ἠέριος, ίη, ον (Α) 1. πρωινός, αυγινός («ἠερίη δ ἀνέβη μέγαν οὐρανόν», Ομ. Ιλ.) 2. (για τόπο) εκτεθειμένος στον αέρα, ευήνεμος 3. (για πτηνά) αυτός που ζει, που πετά στον αέρα 4. αυτός διά μέσου τού οποίου δύσκολα μπορεί να δει κανείς, ομιχλώδης… … Dictionary of Greek
ηώος — ἠῷος και αττ. τ. ἑῷος, ῴα, ῷον (Α) [ηώς] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηώ, στην αυγή, αυγινός («ἠῷος ἀλέκτωρ», Ανθ. Παλ.) 2. ανατολικός («Πέρσης ἀνὴρ ἐπάγων... τὸν ἠῷον στρατόν», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
ταχινός — ή, ό 1. αυγινός, πρωινός. 2. το θηλ. ταχινή, η ως ουσ., α. πρωινό, πουρνό. β. πρωινή δροσιά, πάχνη. 3. το αρσ., Ταχινός, ο ως κύρ. όν., ο πλανήτης Αφροδίτη, ο Αυγερινός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)